- ζεφυρήϊος
- ζεφῠρ-ήϊος, ον,= ζεφύριος, Nonn.D.48.517.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζεφυρήιος — ζεφυρήϊος, ον (Α) ο ζεφύριος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέφυρος + κατάλ. ήιος, (πρβλ. ποταμ ήιος, χαλκ ήιος)] … Dictionary of Greek
ζεφυρήιος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεφυρήιον — ζεφυρήιος masc/fem acc sg ζεφυρήιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)